1 διαφωτιζω
(ἀποκαλύψαι καὴ διαφωτίσαι τι Luc.)
(τέν ψυχήν Plut.)
βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. — силой проложить себе дорогу
Древнегреческо-русский словарь > διαφωτιζω